Η Πανίδα του Γεωπάρκου Κεφαλονιάς - Ιθάκης

σκαντζόχοιρος
Εικόνα 1. Ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus roumanicus) είναι πολύ συνηθισμένο είδος του Γεωπάρκου. Ζει σε αραιούς θαμνώνες ή όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση.

Στο Γεωπάρκο Κεφαλονιάς-Ιθάκης έχουν καταγραφεί 36 χερσαία είδη θηλαστικών, από τα οποία 4 είδη ανήκουν στην τάξη Ευλιπότυφλα, 7 στην τάξη Τρωκτικά, 1 στην τάξη Λαγόμορφα, 5 στην τάξη Σαρκοφάγα και 19 στη τάξη Χειρόπτερα (Νυχτερίδες). Από αυτά 17 είδη αναφέρονται στο κόκκινο βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας ως μη Εκτιμημένα (ΝΕ). Επίσης, από τα χειρόπτερα 6 είδη αναφέρονται στο κόκκινο βιβλίο ως Ανεπαρκώς Γνωστά (DD) και πέντε ως Σχεδόν Απειλούμενα (ΝΤ).

Παλαιοντολογικές και Σπηλαιολογικές έρευνες στο Γεωπάρκο έχουν καταδείξει ότι πολλά μεγάλα, αλλά και μικρότερα είδη θηλαστικών είναι φανερό ότι ήρθαν στο νησί σε διάφορες γεωλογικές περιόδους. Για παράδειγμα, ιπποπόταμοι (Hippopotamus amphibius) ζούσαν στο Γεωπάρκο κατά το Τεταρτογενές. Επίσης, κατά περιόδους έφτασαν στο Γεωπάρκο τα ελάφια, ο λαγός, η αλεπού, και διάφορα είδη νυχτερίδων. Μερικά είδη εξαφανίστηκαν, πιθανώς σε σχετικά πρόσφατα χρόνια, από την υπερεκμετάλλευση, ενώ άλλα υπάρχουν ακόμα. Ως παράδειγμα, αναφέρουμε την ύπαρξή του ελαφιού (Cervus elaphus) στην Κεφαλονιά, στο ιστορικό παρελθόν, όπως μαρτυρούν οι απεικονίσεις του, σε αρχαία νομίσματα των Πρόννων και της Σάμης του 4ου και 3ου π.Χ. αιώνα. Το ελάφι εξακολουθούσε να υπάρχει στο Γεωπάρκο μέχρι και τις αρχές του 17ου αι., όπως βεβαιώνεται από τον Ενετό προβλεπτή του νησιού Ανδρέα Μοροζίνη (1621-1622). Εκτός της ιδιαίτερης σημασίας τους, τα παλαιοντολογικά αυτά ευρήματα αποδεικνύουν τον πρόσφατο αποχωρισμό των Ιονίων Νήσων από την ηπειρωτική Ελλάδα.

πετροκούναβο
Εικόνα 2. Το πετροκούναβο (Martes foina), έχει μεγάλη προσαρμοστική ικανότητα σε διαφορετικό κλίμα/οικότοπο/τροφή και είναι ιδιαίτερα κρηπτικό ζώο.

Για την καταγραφή των θηλαστικών του Γεωπάρκου έχουν διεξαχθεί αρκετές έρευνες, ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω: “Προκαταρκτική καταγραφή της πανίδας και διαφόρων διαχειριστικών θεμάτων του Εθνικού Δρυμού Αίνου” (Κατσαδωράκης, 1985), β) “Καταγραφή και αξιολόγηση βασικών οικολογικών παραμέτρων της Λιμνοθάλασσας Κουτάβου Κεφαλληνίας”, τόμ. Ι (Λυμπεράτος κ.α., 1997), γ) “Καταγραφή και αξιολόγηση βασικών οικολογικών παραμέτρων των χερσαίων οικοσυστημάτων της ευρύτερης περιοχής λιμνοθάλασσας Κουτάβου Κεφαλονιά”, τόμος ΙΙ (Γεωργιάδης, 1997), δ) “Αφιέρωμα στον Εθνικό Δρυμό Αίνου” (Ευθυμιάτου-Κατσούνη, 1998), ε) “Συμβολή στην έρευνα της βιοποικιλότητας Κεφαλονιάς-Ιθάκης (Ιόνιοι νήσοι)”, μεταπτυχιακή διατριβή (Ευθυμιάτου-Κατσούνη, 2006).

Εν τω μεταξύ, το 2012, άρχισε η υλοποίηση μιας μεγάλης έρευνας με τίτλο “Υποβοήθηση στην καταγραφή, παρακολούθηση και αειφόρο διαχείριση της Πανίδας του Εθνικού Δρυμού Αίνου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής του Νομού Κεφαλονιάς-Ιθάκης”. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ (2007-2013) και υλοποιήθηκε από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής σε συνεργασία με ερευνητική ομάδα από τρία ελληνικά Πανεπιστήμια. Το πρόγραμμα τελείωσε στο τέλος του 2015, με μια πλούσια συλλογή αποτελεσμάτων. Μελετήθηκαν κυρίως η ομάδα των μικροθηλαστικών, που περιλαμβάνει τις ομάδες των εντομοφάγων και των τρωκτικών, η ομάδα των χειροπτέρων και η ομάδα των ημιάγριων αλόγων του Αίνου.

Ένα από τα βασικά αντικείμενα της έρευνας ήταν η αξιολόγηση της πληθυσμιακής κατάστασης των ειδών. Εκτιμήθηκαν οι παράγοντες από τους οποίους κινδυνεύει κάθε είδος και έγινε έρευνα για το αν οι κίνδυνοι εντοπίζονται σε μία ή περισσότερες περιοχές. Τέλος, με βάση τα πιο πάνω, προτάθηκαν δυνητικοί τρόποι και μέσα για προστασία/διαχείριση. Όλα τα είδη που εντοπίστηκαν, όπως και οι περιοχές που απαντώνται, αποθηκεύτηκαν σε Βάση Δεδομένων σε Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) και δημιουργήθηκαν χάρτες κατανομής για κάθε είδος. Οι χάρτες αυτοί δείχνουν επίσης όλους τους σταθμούς που καλύφθηκαν με δειγματοληψίες.

κηπομυγαλή
Εικόνα 3. Η κηπομυγαλή (Crocidura suaveolens) καταγράφεται, σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες στον Αίνο και στον Κούταβο.

Οι δειγματοληψίες για τα χερσαία (εδαφόβια) μικροθηλαστικά έγιναν με παγίδες Sherman. Χρησιμοποιήθηκαν 30 με 40 παγίδες σε κάθε σταθμό δειγματοληψίας. Δειγματοληψίες έγιναν σε πολλούς σταθμούς εντός του Εθνικού Δρυμού Αίνου, όπως και σε ορισμένες άλλες θέσεις όπως η Λιμνοθάλασσα του Κουτάβου. Η έρευνα για τις νυχτερίδες πραγματοποιήθηκε με οπτικές παρατηρήσεις σε φυσικά σπήλαια, αρχαιολογικούς χώρους (Κάστρο Αγ. Γεωργίου), στη Λιμνοθάλασσα του Κουτάβου και στον Εθνικό Δρυμό Αίνου, με παγιδεύσεις με δίκτυα (mist nets) στη έξοδο τους από τις σπηλιές και γαλαρίες όπου ζουν, όσο και σε ανοικτούς χώρους, όπου τρέφονται (κοιλάδες, χειμάρρους και αλλού). Έγιναν επίσης ηχογραφήσεις φωνών εντοπισμού από νυχτερίδες σε πτήση. Οι ηχογραφήσεις έγιναν με δέκτες υπερήχων (ultrasound receivers – bat detectors), ταυτόχρονα με τις παγιδεύσεις. Η χρήση των ηχογραφήσεων των υπερήχων αυτών απεδείχθη πολύ χρήσιμη για πολλά είδη και ο μόνος τρόπος εντοπισμού κάποιων ειδών του γένους Pipistrellus. Έγινε συλλογή, επίσης, γενετικού υλικού από όλα τα είδη που εντοπίστηκαν για αναλύσεις DNA, ώστε τα είδη να συσχετιστούν με άλλα από άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Μεσογείου. Τα αποτελέσματα της εργασίας αυτής τόσο για τα εδαφόβια μικροθηλαστικά, όσο και για τις νυχτερίδες δημοσιευθήκαν σε διεθνή Συνέδρια και παρουσιάστηκαν στις Ημερίδες του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής αναλυτικά.

Με βάση τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας, όσον αφορά τα μικροθηλαστικά, εντοπίστηκαν στο Γεωπάρκο τέσσερα είδη εντομοφάγων: ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus roumanicus), ο οποίος αποτελεί ένα κοινό είδος για το Γεωπάρκο, η κηπομυγαλή (Crocidura suaveolens), που φαίνεται να είναι πολύ παλαιός κάτοικος του νησιού (Εικ. 3), η χωραφομυγαλή (Crocidura leucodon), μικροσκοπικό είδος με μήκος σώματος που δεν ξεπερνά τα 15 cm και ο ασπάλακας (Talpa stankovici), που διαβιεί αποκλειστικώς εντός του Εθνικού Δρυμού Αίνου και η παρουσία του προδίδεται από τους χωμάτινους σωρούς στο έδαφος, που αφαιρεί κατά την υπόγεια κίνησή του. Το είδος τρέφεται με γαιοσκώληκες, ενώ ημερησίως απαιτεί πρόσληψη 40-50 gr τροφής δηλαδή το 1/3 του βάρους του.

δασομυωξός
Εικόνα 4. Ο δασομυωξός (Glis glis), είναι νυκτόβιο κοινωνικό είδος του Εθνικού Δρυμού Αίνου. Τρέφεται από καρπούς, που αναζητά στο δάσος κεφαλληνιακής Ελάτης.

Στην Κεφαλονιά ενδημούν επίσης επτά είδη τρωκτικών, όπως το κοινό ποντίκι (Mus musculus domesticus), ο μάυρος αρουραίος (Rattus rattus) και ο καστανός κοινός αρουραίος (Rattus norvegicus), τρία είδη του γένους Apodemus (A. epimelas, A. flavicollis και A. sylvaticus) και ο μυωξός (Glis glis), που πρόκειται για δασόβιο είδος τρωκτικού, που ομοιάζει με σκίουρο και παρατηρείται μόνο στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού Αίνου, εντός του δάσους της κεφαλληνιακής Ελάτης (Εικ. 4).

Το μεγαλύτερο είδος φυτοφάγου θηλαστικού της Κεφαλονιάς είναι ο λαγός (Lepus europaeus), ο οποίος απαντάται σε ολόκληρη το Γεωπάρκο, σε ανοικτές εκτάσεις με αραιή βλάστηση. Αποτελεί ένα νυκτόβιο είδος, που θηρεύεται έντονα. Αρκετά μεγάλος πληθυσμός έχει καταγραφεί εντός του Εθνικού Δρυμού Αίνου, όπου το κυνήγι απαγορεύεται γεγονός που επιτρέπει στο είδος να αναπαράγεται ελεύθερα.

Όσον αφορά στα είδη των σαρκοφάγων, που έχουν αναφερθεί στο Γεωπάρκο αυτά είναι: η αλεπού (Vulpes vulpes), που η παρουσία της στα νησιά σήμερα σπανίζει, το πετροκούναβο (Martes foina) το πιο κοινό σαρκοφάγο είδος του Γεωπάρκου (Εικ. 2), ενώ για τη νυφίτσα (Mustela nivalis), τον ασβό (Meles meles) και την αγριόγατα (Felis silvestris), που αναφέρονται στην βιβλιογραφία, δεν έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία τους από τις πρόσφατες έρευνες.

Νυχτερίδα
Εικόνα 5. Νυχτερίδα που εντοπίστηκε εντός του Δασικού Φυλακίου του Εθνικού Δρυμού Αίνου.

Περί τα 19 είδη νυχτερίδων διαβιούν στα σπήλαια του Γεωπάρκου Κεφαλονιάς-Ιθάκης, κάποια από τα οποία είναι πολύ σπάνια, ενώ 16 από αυτά καταγράφηκαν εντός του Εθνικού Δρυμού Αίνου (Εικ. 5). Πολλά είδη από αυτά εντοπίστηκαν εντός των δύο σπηλαίων, Νύφι και Πετάσι, του Εθνικού Δρυμού. Κάποια είδη χειροπτέρων, όπως π.χ. τα είδη Pipistrellus kuhli/P. nathusii έχουν εντοπιστεί με βάση ηχογραφήσεις, και επομένως η παρουσία τους στο Γεωπάρκο χρήζει περαιτέρω έρευνας. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία του μεγαλύτερου και μικρότερου είδους ρινολόφου της Ελλάδας των Rhinolophus ferrumequinum και Rh. hipposideros αντίστοιχα. Ο νυκτοκόμος (Tadarida teniotis) της οικογένειας Molossidae, που καταγράφηκε στην Κεφαλονιά, αποτελεί το ταχύτερο είδος νυχτερίδας της Ευρώπης που πετά σε μεγάλο ύψος με ταχύτητες που φθάνει τα 65 km/h. Τα είδη Myotis myotis /M. blythi αποτελούν τα πιο μεγαλόσωμα είδη της πανίδας των χειροπτέρων του Εθνικού Δρυμού Αίνου (βάρος: 20 gr), ενώ τα είδη του γένους Pipistrellus και Hypsugo είναι τα μικρότερα. Για παράδειγμα, η μικρονυχτερίδα P. pygmeus αποτελεί ένα από τα μικρότερα είδη νυχτερίδων της Ευρώπης (βάρος:7 gr).

Το Γεωπάρκο στερείται μεγαλόσωμων θηλαστικών. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί μια ολιγομελής ομάδα σχετικά μικρόσωμων αλόγων (Equus caballus), που διαβιώνει ελεύθερα σε ημιάγρια κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του μοναστηριού της Ζωοδόχου Πηγής, στις ΝΑ πλευρές του όρους Αίνος (Εικ. 6). Τα άλογα αυτά κατάγονται από τα αντίστοιχα της φυλής της Πίνδου. Η ύπαρξη τους οφείλεται στην συνήθεια των ντόπιων κατοίκων να διατηρούν ελεύθερα κοπάδια αλόγων στο βουνό, για να μη τα συντηρούν. Εγκαταλείφθηκαν μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο στην άγρια φύση και τη φυσική επιλογή και διατηρήθηκαν μέχρι και σήμερα σε ολιγάριθμες αγέλες. Η διαβίωσή τους στις σκληρές συνθήκες της περιοχής τα βοήθησαν να δημιουργήσουν ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά: ύψος 1,15-2,25 m, χαίτη και ουρά πυκνή, στήθος στενό και βαθύ. Τα συνήθη χρώματα των αλόγων είναι σκούρο καφέ, μαύρο, και άσπρο. Τα άλογα σχηματίζουν τους καλοκαιρινούς μήνες αγέλη των 10-15 ατόμων, ενώ έχουν παρατηρηθεί και σε ομάδα 2-3 ατόμων, καθώς και κάποια μονήρη άτομα. Ο πληθυσμός τους, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα, αριθμεί περίπου 40 άτομα τα τελευταία χρόνια.

ημιάγρια άλογα του Αίνου
Εικόνα 6. Τα ημιάγρια άλογα του Αίνου στην ευρύτερη περιοχή του μοναστηριού της Ζωοδόχου Πηγής, στις ΝΑ πλευρές του όρους Αίνος.

Ο Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής, ως διαχειριστής του Γεωπάρκου παρότι δεν είναι επίσημα ο υπεύθυνος φορέας για την διαχείρισή τους, δείχνει έντονο ενδιαφέρον για την προστασία και τη διατήρηση αυτού του ιδιαίτερου πληθυσμού αλόγων της Κεφαλονιάς. Τα άλογα παρατηρούνται διακριτικά από το επιστημονικό προσωπικό και το προσωπικό Επόπτευσης/Φύλαξης του Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α., καταγράφεται ο πληθυσμός τους και έχει προβλεφθεί η αγωγή ειδικού σιτηρέσιου για τους δύσκολους χειμερινούς μήνες.

Τα θηλαστικά στην Κεφαλονιά απειλούνται κυρίως από την ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία του ανθρώπου, την εξαφάνιση των βιοτόπων τους, την εντατικοποίηση της γεωργίας, τη λαθροθηρία και τα δηλητηριασμένα δολώματα στην ύπαιθρο.

1
Εικόνα 1. Η πιο σημαντική πρόσφατη ορθολογική παρατήρηση για το νησί της Κεφαλονιάς είναι η παρουσία του χρυσαετου στον Αίνο.

Στην ελληνική γλώσσα όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε ένα ευφυή ή πανέξυπνο άνθρωπο χρησιμοποιούμε λέξεις αρπακτικών πτηνών όπως: “Τσίφτης”, “Ξεφτέρι”, “Σαΐνι”, “Αητός”. Τα αρπακτικά μας σαγηνεύουν και με τα ονόματά τους δηλώνουμε θαυμασμό για τη ταχύτητα, την ορθότητα και τη σβελτάδα των αντανακλαστικών τους. Ακόμα και απλές φράσεις της γλώσσας όπως δηλώνουν έναν έξυπνο άνθρωπο με ευφυία όμοια όπως το γεράκι κυνηγά και πιάνει την λεία του άνθρωπο. Η χάρη, που περιβάλει τα αρπακτικά δεν είναι ικανή για να τα προστατεύσει. Σήμερα, οι πληθυσμοί των περισσότερων από τα 25 είδη αρπακτικών που φωλιάζουν στην Ελλάδα μειώνονται, ενώ ορισμένα βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης από τη χώρα μας. Δύο είναι οι πρωταρχικοί λόγοι για αυτό. Ο ένας αφορά την υποβάθμιση των βιοτόπων τους και την ελάττωση της φυσικής τους λείας. Ο άλλος είναι η θανάτωσή τους από τον άνθρωπο, που μολονότι παράνομη συνεχίζεται. Συνολικά στην Ελλάδα απαντούν 36 είδη αρπακτικών, τα οποία είτε είναι επιδημητικά και παραμένουν ολοχρονικά στην χώρα μας είτε αποτελούν τους λεγόμενους καλοκαιρινούς επισκέπτες και το χειμώνα μεταναστεύουν σε πιο θερμές χώρες. Ποικίλουν πολύ σε μέγεθος και εμφάνιση. Τα αρπακτικά διαθέτουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τα κάνουν μια ιδιαίτερη οικογένεια του ζωικού βασιλείου.

Η εξέλιξη των έμβιων όντων ανά τους αιώνες, τα βοήθησε να προσαρμοστούν στο  περιβάλλον το οποίο ζουν. Η εξέλιξη στα αρπακτικά τους προίκισε με την ικανότητα του “κυνηγού”. Έτσι ο κύριος ρόλος των αρπακτικών είναι  ο έλεγχος και η εξυγίανση των πληθυσμών ζώων που βρίσκονται χαμηλότερα στην τροφική αλυσίδα. Για παράδειγμα, το διαιτολόγιο ενός χρυσαετού (Aquila chrysaetos - Εικόνα 1) μπορεί να περιλαμβάνει το 20% των λαγών της επικράτειάς του, μεγάλο μέρος των οποίων είναι ασθενικά και γέρικα ζώα. Έτσι τα αρπακτικά βοηθούν στον έλεγχο των ασθενειών και στην επίτευξη οικολογικής ισορροπίας στην φύση. Το ράμφος, η όραση, η πέψη κι οι φτερούγες των αρπακτικών τα ξεχωρίζουν από άλλα πουλιά και τα κάνουν ικανούς θηρευτές (Οιωνός, 2004).

2
Εικόνα 2. Το πιο κοινό είδος αρπακτικού της Κεφαλονιάς είναι η γερακίνα.

Καθώς κυνηγούν από μεγάλη απόσταση η δυνατή όραση είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των αρπακτικών. Όλα τα είδη έχουν αναπτυγμένη ικανότητα να διακρίνουν μικροσκοπικά αντικείμενα σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες από ότι ο άνθρωπος. Ο πετρίτης (Falco peregrinus), είδος γερακιού, μπορεί να κυνηγά κάτι που ο άνθρωπος θα έβλεπε μόνο με κιάλια. Από μετρήσιμα στοιχεία της ανατομίας του ματιού των αρπακτικών φαίνεται ότι έχουν φυσικές προδιαγραφές για πολύ δυνατότερη όραση σε σχέση με τον άνθρωπο. Έτσι η γερακίνα (Buteo buteo – Εικόνα 2) διαθέτει οκτώ φορές περισσότερα οπτικά κύτταρα ανά τετραγωνικό χιλιοστό από τον άνθρωπο, πράγμα που δηλώνει καλύτερη όραση. Τα μάτια των αρπακτικών βρίσκονται σχετικά μπροστά στο κεφάλι γεγονός που τους δίνει καλή μπροστινή όραση. Έτσι χρησιμοποιούν και τα δυο μάτια, δηλαδή αντιλαμβάνονται στερεοσκοπικά το μπροστινό πεδίο γεγονός που επιτρέπει στα αρπακτικά να κρίνουν με ακρίβεια αποστάσεις και ταχύτητα. Εκτός από την ισχυρή μπροστινή όραση, τα αρπακτικά βλέπουν και στο πλάι με ένα μόνο μάτι. Η μονοφθαλμική αυτή όραση είναι λιγότερο ακριβής, αλλά επιτρέπει στα πουλιά να βλέπουν ταυτόχρονα μεγάλο εύρος πεδίου. Πουλιά, όπως οι πάπιες μπορούν να δουν ακόμη και πίσω από το κεφάλι τους. Αντίθετα, η μονοφθαλμική όραση των αρπακτικών που δεν απειλούνται από άλλους κυνηγούς, δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη κι αφήνει ένα τυφλό σημείο, περίπου 20 μοιρών, πίσω από το κεφάλι τους στο οποίο πρέπει να στραφούν για να δουν (Οιωνός, 2004).

3
Εικόνα 3. Ο μαυροπετρίτης είναι ένας επισκέπτης της Κεφαλονιάς ο οποίος παρατηρείται κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης σε υγροτόπους.

Οι φτερούγες των αρπακτικών έχουν προσαρμοστεί σε δύο γενικούς τύπους πράγμα που εξυπηρετεί διαφορετικούς τρόπους κυνηγιού. Οι μεγάλες φτερούγες εκμεταλλεύονται κυρίως τα ρεύματα του αέρα για παθητική πτήση. Μεγάλες φτερούγες έχουν έτσι οι γύπες που ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να ανεμοπορούν για πολλές ώρες με πολύ μικρή κατανάλωση ενέργειας μέχρι να βρουν τροφή. Αυτό το πετυχαίνουν χρησιμοποιώντας μερικές φορές φυσαλίδες θερμού αέρα που έχει την τάση να ανέρχεται. Αφού ανέβουν, πετώντας κυκλικά (ανεμοπορία), κατόπιν τα πουλιά γλιστρούν με ακίνητες φτερούγες, χάνοντας ύψος (πλανάρισμα).Ο άλλος τύπος φτερούγας είναι στενότερος και με λιγότερο στρογγυλή άκρη κι είναι κατάλληλος για γρήγορες ταχύτητες κι ενεργητική πτήση. Τέτοιες μικρότερες φτερούγες έχουν για παράδειγμα οι μαυροπετρίτες (Falco eleonorae – Εικόνα 3), γεράκια που πιάνουν πουλιά στον αέρα (Οιωνός, 2004). 

Όλα τα αρπακτικά έχουν γυρτό μυτερό ράμφος, που τα ευνοεί να κόβουν τη λεία που πιάνουν για να τραφούν. Πτωματοφάγα είδη, όπως τα όρνια (Gyps fulvus) χρειάζονται μεγάλο ράμφος, που είναι κατάλληλο για πτώματα σχετικά μεγάλων ζώων όπως αιγοπρόβατα. Για αρπακτικά όπως τα γεράκια (Falco sp.) όμως, που κυνηγούν μικρά πουλιά, είναι χρησιμότερο το μικρό ράμφος. Το πρώτο χαρακτηριστικό που παρατηρείς κανείς, όταν κάνει ορνιθοπαρατήρηση αρπακτικών, είναι το μέγεθος και το σχήμα του αρπακτικού. Συμπαγές σώμα, μεγάλες και φαρδιές φτερούγες, κοντή και φαρδιά ουρά, που είναι κατάλληλα χαρακτηριστικά για παθητική πτήση, ανεμοπορία σημαίνουν μεγάλο αρπακτικό π.χ. όρνιο. Αντίθετα, επίμηκες σώμα, κοντές και φαρδιές, στρογγυλεμένες φτερούγες, μακριά και στενή ουρά που είναι κατάλληλα για ενεργητική πτήση και ελιγμούς π.χ. ανάμεσα στα δένδρα πρόκειται για δασόβιο αρπακτικό π.χ. σαΐνι (Accipiter brevipes). Τέλος, λεπτό σώμα, μακριές και μυτερές φτερούγες, στενή ουρά (μακριά ή κοντή) που είναι κατάλληλα για ενεργητική πτήση και μεγάλες επιταχύνσεις, καθώς εφορμούν στην λεία τους ταιριάζουν περισσότερο σε αρπακτικό ανοικτών εκτάσεων π.χ. βραχοκιρκινέζι (Falco tinnunculus – Εικόνα 4) (Οιωνός, 2004).

 

4
Εικόνα 4. Το βραχοκιρκινεζι (Falco tinnunculus) είναι ένα κοινό είδος γερακιού που ζει ολοχρονικά στην Κεφαλονιά.

Αυτό που κάνει την Κεφαλονιά κατάλληλη για καταφύγιο των αρπακτικών είναι η πλούσια γεωμορφολογία της. Αλλεπάλληλα ρήγματα, ανυψώσεις και καταβυθίσεις τμημάτων έδωσαν τον ορεινό όγκο του Αίνου καθώς και τις ορθοπλαγιές και τα φαράγγια της, που είναι ιδανικά καταφύγια για τα αρπακτικά. Επιπλέον, τα ασβεστολιθικά πετρώματα που κυριαρχούν στα ορεινά και ημιορεινά διαβρώνονται έντονα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κατάλληλες θέσεις για το φώλιασμα των αρπακτικών. Οι τεράστιες ανοικτές φρυγανικες εκτάσεις της Κεφαλονιάς ευνοούν την αναζήτηση λείας και είναι άλλος λόγος που το νησί αποτελεί σημαντικό τόπο αρπακτικών πουλιών. Στην Κεφαλονιά παρατηρούνται περί τα 20 από τα 48 είδη αρπακτικών που απαντώνται στην Ευρώπη. Στο νησί απαντάται ο χρυσαετός (Aquila chrysaetοs) και το χρυσογέρακο (Falco biarmicus), που ανήκουν στην κατηγορία των τρωτών ειδών (δηλαδή είδη που οι πληθυσμοί τους βρίσκονται υπό συνεχή πίεση). Η αετογερακίνα (Buteo rufinus) που είναι επίσης καλοκαιρινός επισκέπτης της Κεφαλονιάς, κατατάσσεται στα σπάνια είδη, όπως και ο πετρίτης (Falco peregrinus) και ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), που δεν γνωρίζουμε ακριβώς την κατάστασή τους στο νησί. Επίσης έχουν παρατηρηθεί όλα τα είδη των κίρκων όπως: ο καλαμοκιρκος (Circus aeruginosus), ο χειμωνοκιρκος (Circus cyaneus), ο λιβαδοκιρκος (Circus pygargus – Εικόνα 5) και ο στεποκιρκος (Circus macrourus) (Ξανθάκης & Μαρούλης, προσωπικές παρατηρήσεις, Ξανθάκης κ.α., 2015). Τα αρπακτικά πουλιά της Κεφαλονιάς είναι στην πλειοψηφία τους είδη προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη Διατήρηση των Φυσικών Ενδιαιτημάτων καθώς και της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας.

6
Εικόνα 5. Ο λιβαδόκιρκος είναι ένα σπάνιο πτηνό το οποίο έχει παρατηρηθεί στην περιοχή του Γερογόμπου.

Η καταστροφή των θέσεων φωλιάσματος και η υπερβολική όχληση περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τους κατάλληλους χώρους που μπορούν να φωλιάσουν τα αρπακτικά πουλιά. Πολλές φορές το πυκνό δασικό οδικό δίκτυο της Κεφαλονιάς, που έχει ως συνεπακόλουθο την πρόσβαση του ανθρώπου σε δύσβατες ορεινές περιοχές, έχει ως αποτέλεσμα την όχληση των αρπακτικών πτηνών ιδιαίτερα στις περιοχές φωλιάσματος.

Άλλη μεγάλη απειλή για τα αρπακτικά είναι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαία ποσότητα τροφής. Αλλαγές στις χρήσεις γης, που συνέβησαν στην Κεφαλονιά τα τελευταία χρόνια, που κυρίως οφείλονται στην εξάπλωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων έχουν σαν αποτέλεσμα να συρρικνώνεται η άγρια ζωή και μαζί της και η λεία των αρπακτικών. Παραδοσιακές πρακτικές που ίσχυαν επι αιώνες, τώρα πια έχουν εκλείψει π.χ. παραδοσιακές καλλιέργειες, υπαίθρια σφαγεία κ.α. Έτσι, μεγάλα αρπακτικά της Κεφαλονιάς, όπως π.χ. τα όρνια που κάποτε αφθονούσαν, έχουν στερηθεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές εκτάσεις, όπου αναζητούσαν την τροφή τους και εξαφανίστηκαν. Το όρνιο, που είναι πτωματοφάγο είδος, απειλείται με έλλειψη τροφής εξαιτίας της μείωσης της νομαδικής κτηνοτροφίας στο νησί. Άλλη αιτία για την έλλειψη τροφής που αντιμετωπίζουν τα αρπακτικά είναι η εγκατάλειψη των παραδοσιακών πρακτικών όπως η διάθεση των νεκρών ζώων σε συγκεκριμένες θέσεις για κάθε χωριό.

Για όλα τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, η λαθροθηρία αποτελεί την βασική αιτία θνησιμότητας. Η λαθροθηρία σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη λανθασμένη αντίληψη ότι τα αρπακτικά επιφέρουν σημαντικές ζημιές στα κτηνοτροφικά ζώα ή στα θηράματα (λαγός, νησιωτική πέρδικα κ.λπ.).

Άλλη αιτία μείωσής του πληθυσμού των αρπακτικών πτηνών αποτελούν οι δηλητηριάσεις τους από δολώματα εμποτισμένα με κάποιο δηλητήριο. Συγκεκριμένα, κάποιοι χρησιμοποιούν κρέας εμποτισμένο με κάποιο δυνατό φυτοφάρμακο για να εξολοθρεύσουν κίσσες, πετροκουναβα, αλλά και αδέσποτους σκύλους. Τα αρπακτικά πτηνά αποτελούν παράπλευρη απώλεια αυτής της πρακτικής.

Σήμερα τα αρπακτικά πουλιά κατατάσσονται σε μια από τις πιο απειλούμενες ομάδες του ζωικού βασιλείου. Στην Ελλάδα, με βάση το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (Λεγακις & Μαραγκού, 2009), σχεδόν το 20% των απειλούμενων πουλιών είναι αρπακτικά. Είδη, όπως ο γυπαετός (Gypaetus barbatus) οδηγούνται σε εξαφάνιση στα Βαλκάνια, ενώ άλλα όπως ο χρυσαετός, το όρνιο κι ο σπιζαετός (Aquila fasciata) σε δραματική μείωση. Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει πως μόνο η μακροχρόνια προστασία των πληθυσμών τους που μειώνει τη θνησιμότητα και παράλληλα αυξάνει την παραγωγικότητα των ενηλίκων μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Εφαρμόζοντας απλές διαχειριστικές πρακτικές όπως η φύλαξη των θέσεων φωλιάσματος και η τεχνητή παροχή τροφής επιτυγχάνεται αφενός τοπική αύξηση των πληθυσμών των ειδών και αφετέρου η δημιουργία δεξαμενής γενετικού υλικού για την εποίκιση νέων περιοχών στο μέλλον (Οιωνός, 2004). Οι στόχοι αυτοί μπορούν άμεσα να επιτευχθούν μόνο σε προστατευόμενες περιοχές, όπως π.χ. ο Εθνικός Δρυμός Αίνου, όπου υπάρχει το ανάλογο νομικό πλαίσιο, το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.) και η απαιτούμενη χρηματοδότηση (Ευρωπαϊκά κονδύλια).

Θα θέλαμε να εκφράσουμε τις ευχαριστίες μας στον κ. Alan Vittery για την αποστολή του καταλόγου της ορνιθοπανιδας της Κεφαλονιάς, ο οποίος βασίστηκε στις συστηματικές παρατηρήσεις του επί σειρά ετών.

Βιβλιογραφία

Vittery, A., Bauchinger, U., Giese, K., Kallhardt, F., Mommertz, S., Lang, A., Klarenberg, A., Panou, A., 2002. The avifauna of Kefalonia with special reference to the wetland of Livadi. 9th International Congress on the Zoogeography and Ecology of Greece and Adjacent Regions. Thessaloniki, 22-25 May (poster).

Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. 2004. Οιωνός, Τεύχος 19.

Λεγάκις, Α., Μαραγκού, Π., 2009. Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Αθήνα, σελ. 528.

Ξανθάκης Μ., Λυσιτσα Γ., Μινέτος Π. 2015 Η σημασία του υγροτόπου του Λιβαδιού για την διατήρηση των υδρόβιων και παρυδάτιων ειδών ορνιθοπανιδας της Κεφαλονιάς. Στα Πρακτικά του 17ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνεδρίου, Αργοστόλι Κεφαλονιάς, 4-7 Οκτωβρίου.

 


Το ανωτέρω άρθρο

δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘‘Η Κεφαλονίτικη Πρόοδος’’ Περίοδος Β΄, τεύχος 22., Απρίλιος - Ιόυνιος 2017

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το φωτογραφικό αρχείο του Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής και από το αρχείο του Χρήστου Μαρούλη, Φωτογράφου Άγριας Ζωής τον οποίο ευχαριστούμε θερμά.