Το νησί της Ιθάκης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον μυθικό ήρωα Οδυσσέα και την Οδύσσεια, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο θεσμός της Φιλίας και της Ξενίας αναφέρονται στην αρχαιότερη γνωστή επιγραφή, γραμμένη στο μέτρο ποίησης των Ομηρικών Επών που βρέθηκε σε θραύσματα θιακής οινοχόης του 7ου αι. π.Χ. Επίσης, σε κατακόρυφο βράχο που εντοπίζεται στο τμήμα της διαδρομής από Αετό προς Άι-Γιάννη είναι χαραγμένη η επιγραφή «ΟΔ» για την οποία πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύει τα αρχικά γράμματα της λέξης «Οδυσσεύς». Κατά τη λαϊκή παράδοση το παλάτι και το μνήμα της Πηνελόπης βρίσκονται στο Παλιόκαστρο κι ένας βράχος με οπή χρησίμευε στον Οδυσσέα για να στήσει το κοντάρι της σημαίας του...
Για την Οδύσσεια και την επιρροή της στην παγκόσμια λογοτεχνία έχουν γίνει σπουδαίες φιλολογικές εργασίες κι έχουν διοργανωθεί διεθνή συνέδρια και σεμινάρια Ομηρικής και Οδυσσειακής Φιλολογίας στην Ιθάκη, στο Κέντρο Οδυσσειακών Σπουδών. Η Ιθάκη της Οδύσσειας αποτέλεσε αρχέτυπη μορφή που ενέπνευσε την καλλιτεχνική δημιουργία αν κρίνουμε από τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Derek Walcott στην “Οδύσσεια”, αλλά και τον James Joyce στον “Οδυσσέα”. Ο μύθος της επιστροφής έχει επεξεργαστεί από σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Γιώργος Σεφέρης κι ο Οδυσσέας Ελύτης στα ποιήματά τους “Ιθάκη”, “Πάνω σ' έναν ξένο στίχο” και “Οδύσσεια” αντίστοιχα.
Η Ιθάκη στην Αρχαιότητα
Η Ιθάκη κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή (4000-3000 πΧ) σύμφωνα με τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο νησί κι αποτέλεσε κέντρο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Στον Αρχαιολογικό χώρο της Σχολής του Ομήρου, ΝΑ του οικισμού Εξωγή, τα ευρύματα υποδεικνύουν την ύπαρξη πύργου κλασικής - ελληνιστικής περιόδου με ενδείξεις μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Aνακαλύφθηκε τμήμα κυκλώπειου οχυρωματικού τείχους, κυκλοτερές μνημείο, όστρακα χειροποίητης προϊστορικής κι ελληνιστικής κεραμικής, κτίρια συνδεόμενα με λίθινα κλιμακοστάσια κι υπόγεια προϊστορική κρήνη όμοια με τις υπόγειες δεξαμενές των Μυκηνών και της Τίρυνθας, δύο από τα σπουδαιότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου.
Στην περιοχή του Σταυρού, βρέθηκαν τάφοι με κτερίσματα της κλασικής κι ελληνιστικής εποχής, καθώς και τμήμα οχυρωματικού κυκλώπειου τείχους κλασσικής ακρόπολης στο όρος Ρουσσάνος όπου εντοπίστηκε υπαίθρειο αρχαίο λατομείο. Λείψανα μυκηναϊκού (υστεροελλαδικού) οικισμού εντοπίστηκαν στις Τρεις Λαγκάδες, ενώ στον λόφο Πηλικάτων όπου στεγάζεται η Αρχαιολογική Συλλογή Σταυρού βρέθηκαν τμήμα πρωτοελλαδικού τείχους, πήλινα αγγεία και λίθινα εργαλεία από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού, λείψανα οικισμού με αψιδωτές οικίες κι αποστραγγιστικούς αγωγούς, καθώς και μεγάλα ταφικά πιθάρια τοποθετημένα κάτω από λιθόστρωτο δάπεδο.
Στον Λόφο του Αετού και στο διάσελο απαντώνται αρχιτεκτονικά λείψανα αρχαίας πόλης μεταγενέστερης των χρόνων του Οδυσσέα, όπου όμως βρέθηκαν χάλκινα νομίσματα με τη μορφή του ήρωα και την επιγραφή ΙΘΑΚΩΝ. Η θέση της πόλης είναι στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών, με θέα προς τα 2 φυσικά λιμάνια που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπως μαρτυρούν αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις στην παραλία του Πίσω Αετού. Στο διάσελο απαντώνται λείψανα του αρχαιότερου οχυρωματικού έργου της περιοχής, ενός τετράγωνου πύργου με μήκος πλευράς 8 μέτρων, ενώ έχουν εντοπιστεί και κατάλοιπα ναού του ταυτίζεται με ιερό του Απόλλωνα. Στην κορυφή του λόφου σώζονται εκτεταμένα λείψανα οχυρωματικών τειχών (Ακρόπολη Αλαλκομενών) που χρονολογούνται από την Πρωτογεωμετρική έως και την ελληνιστική εποχή και σε ορισμένα σημεία φτάνουν τα 4μ ύψος. Ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαφών που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βαθέος, σημαντικός αριθμός από τα αγγεία φαίνεται να κατασκευάστηκαν σε εργαστήριο της περιοχής σύμφωνα με την τοπική τεχνοτροπία, το «Ιθακήσιο Πρωτογεωμετρικό στυλ».
Σπήλαια ως Τόποι Λατρείας
Τόπο λατρείας του μυθικού ήρωα Οδυσσέα αποτέλεσαν και σπήλαια με τελετουργική χρήση την πρωτοελλαδική περίοδο, η οποία συνεχίστηκε έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα σπήλαια αποτελούν ιδιαίτερες καρστικές γεωμορφές χωρίς διακριτά όρια που βρίσκονται ανάμεσα στον υπέργειο και τον αόρατο υπόγειο κόσμο, τη γη και τη θάλασσα. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ρήξεις του επιφανειακού φλοιού, από τις οποίες γίνεται προσβάσιμο το εσωτερικό της γης και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως τόποι για τελετουργικές πρακτικές.
Στον όρμο Δεξά που θεωρείται το αρχαίο λιμάνι του Φόρκυνα, εντοπίζεται το παράκτιο στόμιο του Σπηλαίου των Νυμφών (Μαρμαροσπηλιά), κατεστραμμένο από ρωμαϊκές λατομικές εργασίες, αλλά και τους σεισμούς όπως αυτός το 373 π.Χ. Εδώ εικάζεται ότι έκρυψε ο Οδυσσέας τα δώρα των Φαιάκων αφού αποβιβάστηκε στο νησί. Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν λείψανα ερειπωμένου βωμού και αναθήματα αφιερωμένα στις Νύμφες (θεότητες των γλυκών υδάτων) που λατρεύονταν εκεί πιθανά λόγω των πηγών πόσιμου νερού της περιοχής. Το σπήλαιο αποτελούσε για τους αρχαίους σημείο συνάντησης του θείου με τον άνθρωπο, αφού εκτός από την παράκτια απροσπέλαστη είσοδο που πιστευόταν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο οι θεοί κι ο μυθικός ήρωας Οδυσσέας, υπάρχει και δεύτερη είσοδος σε υψόμετρο 190 μέτρων πάνω από τον όρμο, την οποία χρησιμοποιούσαν οι θνητοί για να εισέλθουν στο σπήλαιο.
Επιπρόσθετα, στον κόλπο της Πόλης, επίνειο του Σταυρού, βρίσκεται το παράκτιο Σπήλαιο Λοΐζου το οποίο αποτέλεσε κέντρο λατρείας έως και τον 1ο αιώνα μ.Χ. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρχαίο ναό, μυκηναϊκά αγγεία, αφιερώματα στις Νύμφες και τον Οδυσσέα, καθώς και αγάλματα των θεοτήτων Άρτεμις, Αθηνά και Ήρα. Ανάμεσα στα σημαντικότερα ευρήματα συγκαταλέγεται τμήμα πήλινης γυναικείας μάσκας του 2ου π.Χ. αιώνα με την επιγραφή ‘‘ΕΥΧΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙ’’ και θραύσματα από δεκατρείς χάλκινους τρίποδες με περίτεχνη διακόσμηση που παραπέμπουν στην αναφορά του Ομήρου για τα δώρα των Φαιάκων προς τον Οδυσσέα.
Ενσωματωμένα στην τοπική κοσμολογία, τα σπήλαια αποτελούν τοποθεσίες που σχετίζονται με μύθους και ιστορίες οι οποίες μεταδίδονται μέσω της λαογραφίας και της προφορικής παράδοσης. Το εντυπωσιακών διαστάσεων Σπήλαιο Ρίζες στο οροπέδιο Μαραθιά που στο παρελθόν χρησίμευε για να σταβλίζονται ζώα, οικάζεται ότι είναι το ομηρικό Σπήλαιο του Ευμαίου, χοιροβοσκού του Οδυσσέα.
Στην περιοχή βρίσκεται και η Παναγία Σπηλαιώτισσα, ένα ξωκλήσι κτισμένο σε μικρό σπήλαιο πάνω από το Άντρι, τον νοτιότερο κόλπο της Ιθάκης. Σύμφωνα με την παράδοση, στο σπήλαιο βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία κατά τη διάρκεια του έτους φυλάσσεται στο Περαχώρι. Ανήμερα της εορτής της Παναγίας στις 2 Ιουλίου, η εικόνα της μεταφέρεται με λιτανεία από τον χώρο φύλαξής της ως το ξωκλήσι, διανύοντας μονοπάτι που ξεκινάει από το οροπέδιο του Μαραθιά.
Χριστιανισμός – Κατακτητές
Η χριστιανική λατρεία στην Ιθάκη ξεκινά το 394 μ.Χ. όταν το νησί μετά τους Ρωμαίους περιέρχεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από τότε και έως την πολυπόθητη ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στις 21 Μαΐου 1864, στην Ιθάκη χτίστηκαν βυζαντινοί οικισμοί, μονές κι εκκλησίες και διατηρήθηκε η βυζαντινή παράδοση. Το ενδιάμεσο διάστημα το νησί κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς (1185), τους Ορσίνι (1204), τους Τόκους (1357), τους Τούρκους (1479), τους Ενετούς (1503), τους Γάλλους (1797 – 1799, συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο), τους Ρωσοτούρκους (1800-1807, ίδρυση Επτανήσου Πολιτείας με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης), τους Γάλλους (1807 – 1809, Συνθήκη Τιλσίτ) και τους Άγγλους έως το 1864 με την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους “Ενωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων” υπό την αγγλική εποπτεία.
Την περίοδο των φράγκων κατακτητών, εφαρμόζεται το φεουδαρχικό σύστημα, η ορθόδοξη επισκοπή αρχικά καταργείται, επανέρχεται όμως την περίοδο των Τόκκων, οι οποίοι διατήρησαν τη βυζαντινή παράδοση, ενώ οι πειρατές έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο νησί. Συχνά εξορμούσαν από το Στενό της Ιθάκης και όρμους όπως το Σαρακήνικο και το Σαρακηνάρι - η ονομασία των οποίων παραπέμπει στην παρουσία Σαρακηνών πειρατών - λεηλατώντας συστηματικά το νησί και τις γύρω περιοχές. Την περίοδο αυτή, οι κάτοικοι οργανώθηκαν σε οικισμούς απομακρυσμένους από τη θάλασσα, ώστε να μπορούν να ελέγχουν από ψηλά την παρουσία των πειρατών. Έτσι, στη νότια Ιθάκη ιδρύθηκε ο μεσαιωνικός οικισμός της Παλαιόχωρας, ενώ βόρεια, η Εξωγή κι η Ανωγή. Η Παλαιόχωρα χτίστηκε σε στρατηγικό σημείο με εξαιρετική θέα προς το λιμάνι, ώστε οι κάτοικοι να αντιλαμβάνονται τα απειλητικά πλοία όταν πλησίαζαν. Τα σπίτια ήταν χτισμένα σε έναν ή δύο ορόφους, σα φρούρια, χωρίς μπαλκόνια, με μικρά και στενά παράθυρα-πολεμίστρες. Αξιόλογα δείγματα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής αποτελούν δύο ναοί (Ι.Ν. Εισοδίων Θεοτόκου ή Μαρουλάτικη και Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου ή παλιός), οι οποίοι αποτελούν ιστορικά διατηρητέα μνημεία κι είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες μεταβυζαντινών χρόνων. Ο οικισμός της Εξωγής είναι χτισμένος σε υψόμετρο 340 μέτρων. Σε κοντινή απόσταση εντοπίστηκαν αρχαία και βυζαντινά ερείπια κτιρίων, πηγάδια, εργαλεία και νομίσματα από διαφορετικές περιόδους. Τον Μεσαίωνα αποτελούσε σημαντικό οικισμό του νησιού, παρέχοντας ασφάλεια από τους πειρατές λόγω της στρατηγικής της θέσης, με θέα στο Στενό της Ιθάκης, τους κόλπους γύρω από το βόρειο τμήμα της νήσου, την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα. Νοτιότερα, χτισμένη στο υψηλότερο βουνό του νησιού, το όρος Νήριτος σε ύψος 550 μέτρων, βρίσκεται η Ανωγή. Λίγο πιο πάνω από το σημερινό οικισμό σώζονται ερείπια παλαιότερων κατεστραμμένων κατοικιών που μαρτυρούν την αρχική της θέση, την οποία εγκατέλειψαν οι κάτοικοι πιθανά έπειτα από κάποια πολεμική ή πειρατική επιδρομή.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας και συγκεκριμένα τον 16ο αιώνα (1565) γίνεται μνεία για τον ναό που ανεγέρθηκε στην Ανωγή, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αρχικά είχε μόνο μια μικρή πίσω πόρτα και 2 πολύ μικρά παράθυρα ως προστασία από τους πειρατές. Στα πέτρινα τοιχώματα προστέθηκαν εντοιχισμένες πήλινες χοάνες για την ενίσχυση της ακουστικής του ναού, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει το μεταγενέστερο ξύλινο δωδεκάπορτο εποχής 1821. Στον προαύλιο χώρο δεσπόζει επιβλητικό το Βενετσιάνικο καμπαναριό της εκκλησίας, που αποτελεί το σύμβολο του χωριού μαζί με τους μονόλιθους της Ανωγής που βρίσκονται διασκορπισμένοι στη γύρω περιοχή.
Η εγκατάσταση των θιακών σε εύκολα προσβάσιμα και παραθαλάσσια εδάφη ξεκίνησε τον 16ο αιώνα, μετά την κατατρόπωση κι εξαφάνιση της απειλής των πειρατών. Όντας μέρος του ενετικού κράτους της θάλασσας (Stato da Mar), η Ιθάκη διατήρησε το χαρακτήρα αποικίας στην οποία πραγματοποιήθηκε συστηματική καλλιέργεια στα εύφορα πεδινά εδάφη κι εμπορία ελαιόλαδου, κρασιού και σταφίδας.
Από την Παλαιόχωρα οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στο Περαχώρι, αμφιθεατρικά χτισμένο στις παρυφές του όρους Πεταλιάτικο και στο Βαθύ. Αντίστοιχα, από τον οικισμό της Εξωγής μέρος του πληθυσμού μετακινήθηκε πιο κοντά στην ακτή, στους οικισμούς του Σταυρού και του Πλατρειθιά με εύκολη πρόσβαση στους κόλπους Αφάλες και Φρίκες, ενώ πολλοί κάτοικοι της Ανωγής μεταφέρθηκαν στο Κιόνι που σήμερα μαζί με το Βαθύ, αποτελούν διατηρητέους οικισμούς. Το μονοπάτι που ενώνει την Ανωγή με το Κιόνι έχει συντηρηθεί κι είναι πολύ δημοφιλές ως τις μέρες μας. Στον Σταυρό, απαντάται ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα σπίτια που χτίστηκαν την περίοδο της Ενετοκρατίας, ο Πύργος ή Παλάτι (αρχοντικό) Τζανή. Ο πύργος χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο, με ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία αμυντικού χαρακτήρα.
Εκκλησιαστική Τέχνη την Περίοδο της Ενετοκρατίας
Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Ανωγή θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους ναούς των Βαλκανίων κι έχει κριθεί διατηρητέο θρησκευτικό και ιστορικό μνημείο, γεγονός που υπογραμμίζει τον πολιτισμό της Ιθάκης έναν αιώνα μετά τη νικηφόρο απόκρουση των κατοίκων ενάντια των οθωμανών, κατά τη μετάβαση του οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571. Πρόκειται για Βασιλική μεγάλων διαστάσεων με τοιχογραφίες φιλοτεχνημένες από αγιογράφο προερχόμενο από τη Σχολή Βραγγιανών στα Άγραφα (Αντώνιος εξ Αγράφων), στην οποία διατηρούνταν η Βυζαντινή Παράδοση, περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Στις τοιχογραφίες, που αποτελούν έργο βυζαντινής μεγαλοπρέπειας, το εικονογραφικό περιεχόμενο θεολογικού χαρακτήρα αποκτά πολιτική χροιά με τον σταυρό της Λωρραίνης, το σύμβολο της ελεύθερης Γαλλίας που αργότερα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποίησε και ο στρατηγός ντε Γκωλ, να παρεμβάλλεται ανάμεσα στις μορφές του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης. Εκκλησιαστά θέματα όπως η Θεία Κρίση, απεικονίζονται στην πρόσοψη του ξύλινου γυναικωνίτη με τους αιρετικούς ιερείς να απειλούνται από τρομακτικό τέρας. Οι τοιχογραφίες με καλαίσθητες παραστάσεις ιστορήσεως, εξυμνήσεως και τελετουργίας υλοποιήθηκαν σύμφωνα με την ηπειρωτική τεχνοτροπία, με επιδράσεις από την Κρητική σχολή κι ενδεχομένως από τοιχογραφίες των Μετεώρων και βυζαντινών ναών της Ραβέννας (ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες της σειράς με τους ολόσωμους αγίους).
Ο Ναός αποτελεί ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα άνθισης της εκκλησιαστής τέχνης στο νησί κατά την περίοδο του 17ου και 18ου αιώνα. Την εποχή αυτή, μετά την άλωση του ενετικού Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) το 1669, πολλοί κρητικοί, αλλά και ηπειρώτες καλλιτέχνες όπως ξυλογλύπτες, αργυρογλύπτες κι αγιογράφοι επισκέφτηκαν ή εγκαταστάθηκαν στα Επτάνησα. Οι κρητικοί καλλιτέχνες συνήθιζαν να συντηρούν οργανωμένα εργαστήρια και μέσα από τη συνάντηση της κρητικής τέχνης με την τοπική παράδοση αναπτύχθηκε η επτανησιακή καλλιτεχνική τεχνοτροπία. Αν και αρκετοί ναοί έχουν καταστραφεί από την ισχυρή και συχνή σεισμικότητα της περιοχής, εν τούτοις υπάρχουν διάχυτα στο νησί ίχνη αυτής της τέχνης. Για παράδειγμα το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Περαχώρι, που αντίθετα με τον Ναό, διασώθηκε από τον σεισμό το 1953, σήμερα βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Ραφαήλ.
Θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο διακοσμεί και τον Ιερό Ναό Βλαχερνών στο Βαθύ, ο οποίος χτίστηκε το 1792. Οι αγιογραφίες του τέμπλου από την επίστεψη μέχρι και τα θωράκια φιλοτεχνήθηκαν από το περίφημο εργαστήριο των Περλιγκάδων στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς. Το καμπαναριό στον προαύλιο χώρο του Ναού της ίδιας περίπου χρονολογίας, αποτελείται από πέτρινους λαξευμένους σπονδύλους και σκάλα ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Στο Βαθύ, στον Μητροπολιτικό ναό της Ιθάκης αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου υπάρχει ξύλινο τέμπλο φιλοτεχνημένο από τον Μετσοβίτη ξυλογλύπτη Ι. Πασχουλίτη το 1793, Άμβωνας εξαιρετικής αισθητικής (έργο του Ιθακήσιου Σπύρου Κομνηνού) και μεταβυζαντινές εικόνες μεταφερόμενες εκεί από εκκλησία (Παναγούλα στου Κόντε) που καταστράφηκε από τους σεισμούς το 1953. Το παλαιό κωδωνοστάσιο με πέτρινες λεπτομέρειες αποτελεί δείγμα της ενετικής επιρροής στην αρχιτεκτονική των επτανήσων και ξεχωρίζει από μακριά όταν κοιτάζει κανείς το Βαθύ από τη θάλασσα.
Ακόμα, στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων στο Βαθύ, φυλάσσεται εικόνα του Ιησού εμπνευσμένη από την φράση του Πόντιου Πιλάτου «Ίδε ο άνθρωπος» όταν παρουσίασε στους Ιουδαίους τον Ιησού, με ακάνθινο στέφανο, ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα, κρατώντας κάλαμο για βασιλικό σκήπτρο». Η εικόνα παραπέμπει στη ζωγραφική του κρητικού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (Εl Greco) ή κάποιου μαθητή του, από την πρώιμη περίοδο (1570 - 1580) των έργων του, όταν βρισκόταν στη Βενετία, στο εργαστήριο του Τιτσιάνο.
Τέλος, λιθόκτιστο τέμπλο αγιογραφημένο μαζί με την κόγχη του Αγίου Βήματος και την Πρόθεση απαντώνται στον Ιερό Ναό Αγίου Ευσταθίου που χτίστηκε πριν το 1751. Πρόκειται πιθανά για τον παλαιότερο ναό που χτίστηκε στο Βαθύ από κατοίκους της Παλαιόχωρας, όταν μετοίκησαν στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού.
Η Ιθάκη την περίοδο πριν την πολυπόθητη ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα
Η κατάκτηση από τους Γάλλους δημοκρατικούς καταργεί τον φεουδαρχισμό και βελτιώνει το διοικητικό και δικαστικό σύστημα, επιβάλλοντας όμως βαριά φορολογία που προκάλεσε την απογοήτευση των κατοίκων. Τη 2η περίοδο της κυριαρχίας τους στην Ιθάκη (1807-1809), οι Γάλλοι προετοιμάζονταν για να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό βρετανικό στόλο, όπως αποδεικνύουν τμήματα οχύρωσης και τα εναπομείναντα 2 κανόνια στο Βαθύ.
Τη σύντομη αυτή ιστορική περίοδο κι ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα προετοιμαζόταν το έδαφος για την ανεξαρτησία και την εθνική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, οι νέες ιδέες των Γάλλων για την κοινωνική δομή επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους του νησιού. Την περίοδο της Αγγλοκρατίας, παρά την απαγόρευση των κατακτητών, πολλοί διακεκριμένοι Ιθακήσιοι προσχώρησαν στη Φιλική Εταιρεία, προσέφεραν βοήθεια και καταφύγιο στους υπόδουλους Έλληνες και πολέμησαν σε μάχες κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Χάρη στην εμπορική τους δραστηριότητα, το νησί είχε αποκτήσει έναν ενεργό εμπορικό στόλο, με τον οποίο συμμετείχαν σε μάχες για την απελευθέρωση του έθνους.
Στη μυστική «Φιλική Εταιρεία» που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, συμμετείχαν διακεκριμένοι Ιθακήσιοι όπως ο εθνομάρτυρας Ευγένιος Καραβίας (1752 – 1821) μητροπολίτης Αγχιάλου, οι Αναστάσιος Καραβίας (έμπιστος συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη) και Σπυρίδων Δρακούλης, διορισμένοι αρχηγός και αξιωματικός του Ιερού Λόχου αντίστοιχα, ο Βασίλειος Καραβίας, νικητής σε μάχη με τους Τούρκους κυριεύοντας το Γαλάτσι, ο Γεώργιος Πετρίκης που διακρίθηκε για την ανδρεία του σε μετέπειτα μάχη για την ίδια πόλη όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν να την ανακαταλάβουν, ο Δημήτριος Λελούδας, ο οποίος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Κιουταχή στη Φαληρική αλυκή, ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος, έμπιστος συνεργάτης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που συμμετείχε σε πολλές νικηφόρες νίκες όπως η άλωση της Τριπολιτσάς και η μάχη των Δερβενακίων (26-28 Ιουλίου 1822) κι ο Σπυρίδων Κυπαρίσσης, εκπρόσωπος της Ιθάκης στην συνέλευση των Επτανησίων αγωνιστών στο Ναύπλιο το 1926 για τη συγκρότηση του Επτανησιακού Στρατιωτικού Σώματος.
Την Ιθάκη επισκέφθηκε και ο Λόρδος Βύρων προσφέροντας χρήματα σε ελληνικές οικογένειες, οι οποίες είχαν εκδιωχθεί από άλλα μέρη όπως η Χίος και η Πάτρα και είχαν βρει καταφύγιο στο νησί. Επίσης, στην Ιθάκη το 1788 γεννήθηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ανέλαβε να ξεσηκώσει τους Έλληνες της Ανατολικής Ρούμελης και είναι γνωστός για τη νίκη του στις 8 Μαΐου του 1821 στο Χάνι της Γραβιάς, μετά την οποία έγινε ο στρατιωτικός αρχηγός της περιοχής. Ήταν ο γιος του πρώην αρματολού Καπετάν Ανδρούτσου και της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης προεστού της Πρέβεζας, η οποία κατέφυγε στην Ιθάκη για να γλιτώσει από την καταδίωξη των Τούρκων, επειδή ο άνδρας της πολεμούσε στις ελληνικές θάλασσες στο πλευρό του σπουδαίου αγωνιστή Λάμπρου Κατσώνη. Ο θαλασσοπόρος Κατσώνης, κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792), επιχειρούσε καταδρομές στις ελληνικές θάλασσες που προκαλούσαν τον τρόμο του εχθρού κι η Ιθάκη αποτελούσε ένα ασφαλές μέρος για εκείνον και την αγκυροβόληση του στόλου του. Εκεί συνδέθηκε με φιλία με τον καπετάν Ανδρούτσο κι απέκτησαν συγγενικές σχέσεις, καθώς η οικογένεια του Κατσώνη βάφτισε τον γιο του Ανδρούτσου, Οδυσσέα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη μακρά πορεία της Ιθάκης έως την ένωσή της με την Ελλάδα, η θρησκευτική επίδραση των κατακτητών δεν απέκτησε ποτέ έντονο χαρακτήρα, ενώ συνεχιζόταν η ανέγερση και διακόσμηση ναών με στόχο την ενδυνάμωση της ορθόδοξης πίστης. Ο Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος ο “Παπουλάκης” (1786-1868) αποτελεί μία σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα, που συνέφερε διδάσκοντας και στηρίζοντας τους δοκιμαζομένους υποδολουμένους Έλληνες την εποχή της επανάστασης. Στην υποδουλωμένη Ελλάδα προσέφερε ανεκτίμητο κοινωνικό έργο βοηθώντας γυναικόπαιδα να διαφύγουν στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα με τη βοήθεια του Παπαγιάννη Μακρή από την Πύλαρο της Κεφαλονιάς, ώστε να σωθούν από τις σφαγές των Τούρκων, ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε συνεχή κίνδυνο για την πνευματική και εθνική του δράση. Επιστρέφοντας στην Ιθάκη, ασκήτευσε στην περιοχή του δάσους βελανιδιών "Αφεντικός Λόγγος", διδάσκοντας την Ορθοδοξία και βοηθώντας πνευματικά και υλικά όσους είχαν ανάγκη. Συνέβαλλε στο κτίσιμο ναών με συνδρομές κι εράνους, όπως ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας στο Κιόνι και ο Ι.Ν. της Αγίας Βαρβάρας στον Σταυρό.
Σημαντικό ρόλο στον αγώνα της απελευθέρωσης είχε και η Ιερά Μονή Καθαρών, χτισμένη στη ΝΑ κορυφή του ομηρικού όρους Νήριτο, απ’ όπου η θέα προς τον κόλπο του Μώλου είναι μαγευτική. Το 1830 το ιστορικό μοναστήρι βρισκόταν σε μεγάλη ακμή από πλούσιες δωρεές κι αφιερώματα, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους από τους Οθωμανούς, αφού περιέθαλπε τους τραυματισμένους και κατατρεγμένους αγωνιστές. Η ονομασία της Μονής σύμφωνα με την παράδοση προέρχεται από τη λέξη «κάθαρα» που στην τοπική διάλεκτο ονομάζονται τα ξερόκλαδα κι οι μικροί θάμνοι, επειδή η εικόνα του Γενεσίου της Θεοτόκου βρέθηκε με θαυματουργό τρόπο μέσα σε καιόμενα «κάθαρα» ακριβώς στο σημείο που χτίστηκε κατόπιν το μοναστήρι. Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν πως η ονομασία της προέρχεται είτε από τη μεσαιωνική αίρεση των Καθαρών, είτε από τη θεά Αθηνά (Καθαρά, Παρθένος), επειδή στη θέση της Μονής οικάζεται ότι υπήρχε πρωτύτερα αρχαίος ναός αφιερωμένος στη θεά. Για τη Μονή γίνεται μνεία για πρώτη φορά το 1696, ενώ από την ίδρυσή της ως τις μέρες μας, η ζωή στο νησί είναι συνυφασμένη με την Παναγία την Καθαριώτισσα. Μετά τους σεισμούς το 1928 και το 1953, η εικόνα μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα του νησιού, το Βαθύ, με λιτανευτική πομπή την οποία ακολούθησαν όλοι οι κάτοικοι με τα πόδια. Η Παναγία Καθαριώτισσα θα μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί η προστάτιδα της Ιθάκης, των ξενιτεμένων και των ναυτικών της. Η Μονή πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου, την εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου, αλλά και στις 14 Σεπτεμβρίου για την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, όπου παραδοσιακά μοιράζονται στους προσκυνητές μετά τη Θεία Λειτουργία, βρασμένα κουκιά που έχουν ευλογηθεί, προκειμένου να έχουν οι γεωργοί καλή σοδειά από τη σπορά των οσπρίων το φθινόπωρο.
Η Ιθάκη τον 19ο – 20ο αιώνα
Στην Ιθάκη τον 19ο αιώνα αναπτύσσεται έντονη ναυτιλιακή δραστηριότητα που τη μετατρέπει σε σημαντικό ναυτότοπο, με μεγάλο αριθμό σκαφών, έμπειρων ναυτικών και ναυπηγοτεχνιτών και καραβομαραγκών, ένα επάγγελμα που διατηρείται στο νησί μέχρι σήμερα. Η εποχή χαρακτηρίζεται από ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και τις παραδουνάβιες περιοχές, με αποτέλεσμα την ίδρυση παροικίας ιθακήσιων που ασχολήθηκε κυρίως με το εμπόριο δημητριακών. Στην Ιθάκη, για την τοπική παραγωγή αλεύρου χρησιμοποιήθηκαν ανεμόμυλοι ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των κατοίκων, ανάμεσα στους οποίους και πολλές οικογένειες ξενιτεμένων. Οι ανεμόμυλοι χτίστηκαν είτε σε κορφές υψωμάτων όπως στην Εξωγή, είτε χαμηλά, αξιοποιώντας την ένταση του ανέμου όπως στο Βαθύ, τις Φρίκιες και το Κιόνι. Ανάλογα με τη θέση τους, δε λειτουργούσαν όλοι ταυτόχρονα, αλλά ανάλογα με τη δράση των διαφορετικών ανέμων, όπως ο μύλος του Μαΐστρου. Στο νησί υπήρχαν συνολικά 31 ανεμόμυλοι έως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ κατόπιν σιγά σιγά εγκαταλείφθηκαν με αποτέλεσμα σήμερα να διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση ελάχιστοι, όπως αυτός στην Παναγιά στη Σκάλα.
Η οικονομική ευημερία έφερε άνθηση στην οικοδομική δραστηριότητα, όχι μόνο για την ανέγερση νέων κατοικιών, αλλά και τη μετασκευή, επέκταση στις όψεις ή την προσθήκη βοηθητικών χώρων. Οι κατοικίες αυτής της περιόδου συνιστούν χαρακτηριστικά παραδείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπως το διώροφο κτίριο ιδιοκτησίας Π. Μολφέση στο Βαθύ. Στις αρχές του 20ου αιώνα το νησί εκσυγχρονίζεται με την ανέγερση δημόσιων κτιρίων, το άνοιγμα δρόμων και τη λειτουργία εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού στο Βαθύ το 1923 μετά από δωρεά της οικογένειας εφοπλιστών Δρακούλη, σε κτίριο που σήμερα στεγάζεται το Ναυτικό - Λαογραφικό Μουσείο Ιθάκης.
Το 1907 ξεκίνησε επίσημα η ναυτική εκπαίδευση στην Ιθάκη με την ίδρυση της «Εμπορικής και Ναυτικής Σχολής Όθωνος Σταθάτου», που λειτούργησε ως το 1912. Η σχολή στεγάστηκε σε μεγαλόπρεπο νεοκλασικό κτίριο που θυμίζει το αρχιτεκτονικό ύφος του Τσίλλερ, το οποίο καταστράφηκε από τους σεισμούς το 1953 και στο νέο κτίριο που κατασκευάστηκε στη θέση του, στεγάζεται το Δημοτικό Σχολείο της Ιθάκης.
Η ναυτική κατάρτιση συνεχίστηκε με το Ναυτικό Γυμνάσιο Ιθάκης που ιδρύθηκε το 1956, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε Ναυτικό Λύκειο, ενώ σήμερα λειτουργεί το Επαγγελματικό Λύκειο (Επα.Λ.) με Ομάδα Προσανατολισμού Ναυτιλιακών Επαγγελμάτων και Τομέα Πλοιάρχων. Ο ιδρυτής της Ναυτικής Σχολής προερχόταν από σημαντικό εφοπλιστικό οίκο της Ιθάκης όπως και η οικογένεια Θεοφιλάτου, η οποία δραστηριοποιούταν στην Ρουμανία και εισήγαγε ατμοκίνητα πλοία στην Ελλάδα. Η μακραίωνη ναυτική ιστορία της Ιθάκης εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο μέσα από πίνακες, φωτογραφίες πλοίων Ιθακήσιων πλοιοκτητών, ναυτικά όργανα, στολές κι έγγραφα της Εμπορικής – Ναυτικής Σχολής Σταθάτου.
'Εθιμα
Οι ναυτικοί συνήθως επέστρεφαν στο σπίτι τους τις γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων. Στο σπίτι προετοιμάζονταν για τη μεγάλη γιορτή, φτιάχνοντας νέο ρουχισμό κι υπόδηση και στρώνοντας ολοκαίνουρια υφαντά και κεντήματα που είχαν φτιάξει κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Για το χριστουγεννιάτικο δέντρο συνήθως στόλιζαν μεγάλο κλαδί από κυπαρίσσι και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι περιλάμβανε κόκκορα ή αρνάκι στην τσερέπα. Η γιορτή ξεκινούσε το πρωί με τα κάλαντα και κατέληγε το βράδυ πάντα με χορό.
Ο θιακός γάμος αποτελούσε μία άλλη πηγή χαράς ανεξάρτητα από τις ενδεχόμενες δυσκολίες λόγω πολέμων ή κακουχιών. Ήταν μία ευκαιρία συνεύερεσης μεταξύ γνωστών, φίλων και συγγενών των μελλόνυμφων. Το έθιμο συμπεριλάμβανε το «γέμισμα των στρωμάτων» από ανύπαντρες κοπέλες με μαλλί το οποίο έπλεναν και στέγνωναν, καθώς και την παρασκευή γλυκών όπως κουλούρια, μια εβδομάδα πριν τον γάμο σε γιορτινό κλίμα, καλώντας κόσμο και προσφέροντας φαγητό και ποτά. Το μυστήριο του γάμου δεν τελόταν στην εκκλησία αλλά στο σπίτι, όπου κρεμούσαν μία κουτάλα στις μικρότερες κοπέλες για να παντρευτούν σύντομα. Το τραπέζι προετοιμασμένο από επαγγελματίες μάγειρες, περιλάμβανε πρώτα πιάτα ζυμαρικών με κόκκινη σάλτσα από κρέας και στη συνέχεια ψητό κρέας με πατάτες, ενώ στο τέλος προσφερόταν το παραδοσιακό γλυκό ροβανή, φτιαγμένο με ρύζι και μέλι. Μάλιστα, λόγω του πλήθους των καλεσμένων, οι σαλάτες που συνόδευαν τα κυρίως πιάτα ετοιμάζονταν μέσα σε σκάφες. Το γλέντι του γάμου με τραγούδι και χορό διαρκούσε 3 μέρες, έως τα «πιστρόφια», δηλαδή όταν το ζευγάρι επέστρεφε στο σπίτι της νύφης. Εκεί το γλέντι συνεχιζόταν με τους γονείς της νύφης να χαρίζουν στο ζευγάρι έναν κόκκορα και μια πουλακίδα, τον λεγόμενο «Ζευγάνιθο».
Τέχνες
Η πολιτιστική ανάπτυξη στα Επτάνησα επηρεάστηκε από την επίδραση των ιταλών κατακτητών, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση της επτανησιακής καντάδας που διαφέρει από το μοτίβο των παραδοσιακών τραγουδιών της υπόλοιπης Ελλάδας. Αργότερα, η κοινωνική ζωή ήταν έντονη, απαγγέλοντας τετράστιχες ρήμνες και τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια σε κάθε περίσταση όπως η συμμετοχή σε γάμους, πανηγύρια και στα γλέντια, αλλά και στο λιομάζωμα και τον τρύγο. Το 1815 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα η πρώτη μουσική σχολή στην Ελλάδα, η Επτανησιακή Μουσική Σχολή, από τον Νικόλαο Χαλκιόπουλο Μάντζαρο, που λειτούργησε έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ερχόμενοι σε επαφή με την κλασική μουσική και το ιταλικό μελόδραμα, οι Επτανήσιοι έγιναν συνθέτες και θιασώτες με επιροές από τα ιταλικά μουσικά πρότυπα και τη χρήση της ιταλικής γλώσσας. Μαθητής του Μάντζαρου ήταν ο Διονύσιος Ροδοθεάτος γεννημένος στην Ιθάκη το 1849, ο οποίος μεγάλωσε στην Κέρκυρα και ήταν ο πρώτος που συνέγραψε εγχειρίδιο αρμονίας στην ελληνική γλώσσα. Το 1904 ιδρύθηκε στην Ιθάκη η «Φιλαρμονική Μουσική Σχολή» από εμπνευσμένους Ιθακήσιους με σκοπό τη μουσική εκπαίδευση των νέων και τη συμμετοχή τους σε πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο πρώτος Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής ήταν ο φημισμένος Ιταλός βιολιστής Francesco Nicolini. Μεταγενέστερα, εμφανίστηκε η μουσική τάση δημιουργίας «ελληνικής μουσικής» που βασίστηκε σε κλασικά πρότυπα σε συνδυασμό με ελληνικά μοτίβα. Σήμερα στην Ιθάκη διοργανώνεται ερασιτεχνικό θεατρικό Φεστιβάλ από τον Σύλλογο Φίλων Θεάτρου και Κινηματογράφου Ιθάκης (ΦΟΡΚΥΣ), ενώ δραστηριοποιούνται ο Σύλλογος Φίλων Καλλιτεχνικής Παιδείας "εν χορώ', χορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών, η δημοτική μαντολινάτα "Βαπτιστής Κουβαράς" και η δημοτική χορωδία Ιθάκης.