Ο δρόμος προς το χωριό (οικισμό) της Ανωγής, στο βόρειο τμήμα του νησιού, αποτελεί εξαιρετική τοποθεσία στην οποία η θέα της Ιθάκης είναι μοναδική, καθώς έχουμε μία πανοραμική άποψη της ανατολικής πλευράς του κόλπου του Μώλου. Ο κόλπος χωρίζει την Ιθάκη σε δύο τμήματα και κοιτώντας σε διεύθυνση ΝΔ-ΒΑ περιλαμβάνει τον όρμο του Δέξα, του Σκίνου και το λιμάνι Βαθύ, ενώ ταυτόχρονα διακρίνουμε και την παραλία Γιδάκι η οποία βρίσκεται ανατολικά, έξω από τον κόλπο (Εικόνα 1).
Στο δρόμο για το Βαθύ βρίσκεται η διασταύρωση για την Ιερά Μονή Παναγίας Καθαρών, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά το 1696 (Εικόνα 2&3). Το όνομά της Μονής οφείλεται στο σημείο ανεύρεσης της εικόνας, όπου και χτίστηκε το μοναστήρι, αφού «κάθαρα» (στην τοπική διάλεκτο) είναι τα ξερόκλαδα από τα οποία πιστεύεται ότι ανασύρθηκε. Μία άλλη θεωρία, ωστόσο, συσχετίζει το όνομα της Μονής με διαδοχή λατρείας στην ίδια θέση, όπου πιθανολογείται η ύπαρξη προχριστιανικού ναού της Αθηνάς της «Καθαρής» (δηλ., Παρθένου). Αποτελεί επίσης μία εξίσου εξαιρετική θέση θέας, στην οποία από τη μία πλευρά μπορούμε να δούμε σχεδόν όλο το νότιο τμήμα του νησιού και από την άλλη την Κεφαλονιά.
Γεωποικιλότητα
Ο κόλπος του Μώλου αποτελείται σχεδόν από όλη τη σειρά της λιθολογικής ακολουθίας της Ιονίου ζώνης όπως εμφανίζεται στο νησί της Ιθάκης. Συγκεκριμένα ο όρμος του Δέξα και ο όρμος του Σκίνου συνίστανται από τους «Ασβεστόλιθους του Παντοκράτορα» ηλικίας Ανώτερο Τριαδικό (237-201,3εκατ. έτη) – Μέσo Λιάσιο (190,8-182,7 εκατ. έτη). Το ίδιο ισχύει και στο Βαθύ με τη διαφορά ότι έχει καλυφτεί από Πλειοτεταρτογενείς αποθέσεις οι οποίες αποτελούνται από πιο πρόσφατα χαλαρά ιζήματα (πλευρικές προσχώσεις και πλευρικά κορήματα). Αντίστοιχα από τον όρμο του Δέξα μέχρι τον όρμο του Μπροστά Αετού συμμετέχουν Άνω Τριαδικοί (237-201,3εκατ. έτη) έως Ηωκαινικοί (56-33,9 εκατ. έτη) ασβεστόλιθοι καθώς και φλύσχης ηλικίας Ολιγόκαινο- Μέσο Μειόκαινο (33,9-13,82 εκατ. έτη). Τέλος η παραλία Γιδάκι αποτελείται από ασβεστόλιθους του Ιουρασικού- Κ.Κρητιδικού (201,3-100,5 εκατ. έτη).
Η έντονη γεωμορφολογία του κόλπου του Μώλου οφείλεται κυρίως στις ευστατικές κινήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς(τα τελευταία 2,5εκατ. έτη). Συγκεκριμένα κατά το Τεταρτογενές παρατηρούνται διαδοχικές εναλλαγές ψυχρών και θερμών περιόδων (παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περίοδοι αντίστοιχα). Κατά τη διάρκεια των παγετωδών περιόδων μεγάλη ποσότητα νερού των ωκεανών συσσωρεύεται και δεσμεύεται με τη μορφή πάγου στην επιφάνεια της ξηράς, προκαλώντας πτώση της θαλάσσιας στάθμης (μέχρι και -140μ). Αντίστροφα κατά τη διάρκεια των μεσοπαγετωδών περιόδων, που χαρακτηρίζονται από αύξηση της θερμοκρασίας, οι πάγοι λιώνουν με αποτέλεσμα μεγάλη ποσότητα νερού να επιστρέφει από την ξηρά στη θάλασσα, ανεβάζοντας τη στάθμη της. Αποτέλεσμα αυτών των ευστατικών κινήσεων είναι η έντονη κατά βάθος διάβρωση από τη δράση των υδάτων κατά τις παγετώδεις περιόδους, η οποία και δημιουργεί αυτές τις χαρακτηριστικές γεωμορφές, κοιλάδες τύπου «φιορδ», και οι οποίες με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά τις μεσοπαγετώδεις περιόδους πλημμύριζαν σχηματίζοντας μακρόστενους θαλάσσιους όρμους όπως στην προκειμένη περίπτωση οι όρμοι του κόλπου του Μώλου, καθώς και ο ίδιος ο κόλπος (Εικόνα 4).
Βιοποικιλότητα
Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη βιοποικιλότητα της περιοχής. Αναφορικά με την πανίδα, έχει καταγραφεί εδώ το βαλκανικό ενδημικό είδος σαύρας Podarcis ionicus και το σαμιαμίδι Mediodactylus kotschyi.