Το έλος Λιβάδι αποτελεί τον πιο σημαντικό υδροβιότοπο του νησιού της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο Βορειοδυτικό τμήμα του κόλπου του Αργοστολίου, κοντά στο ομώνυμο χωριό, Λιβάδι, της χερσονήσου της Παλικής, η έκτασή του είναι περίπου 800 στρέμματα και απέχει 8 km από την πόλη του Ληξουρίου. Η πεδιάδα του Λιβαδιού είναι ένα τυπικό παράκτιο τέλμα, το οποίο περιορίζεται σε ένα προστατευμένο περιβάλλον όπως είναι ο Κόλπος του Αργοστολίου, και αποτελεί καταφύγιο για πλήθος σπάνιων πτηνών όπως ο ερωδιός και η αλκυόνα, καθώς και για πολλά είδη αμφίβιων και ψαριών (Εικόνα 1).
Η Λιμνοθάλασσα Λιβαδίου είναι γνωστή και ως «βάλτος του Χαρμπούρη». Το τοπωνύμιο «βάλτος του Χαρμπούρη» οφείλεται στις προσπάθειες του Μαρίνου Χαρμπούρη, κεφαλονίτη μηχανικού του ρωσικού στρατού της Μεγάλης Αικατερίνης, να εισάγει την καλλιέργεια «εξωτικών» για την περιοχή ειδών, όπως το ζαχαροκάλαμο, το ινδικό (λουλάκι) και το βαμβάκι στο έλος της λιμνοθάλασσας, έκταση που του παραχωρήθηκε από τις Βενετικές αρχές κατά την επιστροφή του στο νησί. Δυστυχώς, δολοφονήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1782 και το μόνο που απέμεινε σήμερα από το όραμά του είναι κάποια αρδευτικά χαντάκια. Αργότερα, στα αγροκτήματα του Λιβαδιού και το λατομείο που βρίσκεται στο νότιο μέρος του, παρεχόταν κοινωφελής εργασία από τους κρατούμενους των αγροτικών φυλακών της περιοχής μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν οι φυλακές έπαψαν να λειτουργούν, ενώ τμήματα των κτιρίων των αγροτικών φυλακών διατηρούνται μέχρι σήμερα στο σημείο, παρ’ ότι επλήγησαν σημαντικά κατά το σεισμό του 2014. Ενδιαφέροντες είναι και οι μύθοι που υπάρχουν για την περιοχή, αφού η παράδοση θέλει το Λιβάδι να είναι η περιοχή όπου έβοσκαν τα κοπάδια του Οδυσσέα ενώ για τον κοντινό λόφο του Σκαβδολίτη, δεν είναι λίγες οι ιστορίες για κακά πνεύματα που παραμονεύουν τους περαστικούς.
Γεωποικιλότητα
Η παράκτια ζώνη του Λιβαδιού χαρακτηρίζεται ως μία εκτεταμένη περιοχή χαμηλού υψομέτρου σχεδόν επίπεδη, αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης χερσαίων και θαλάσσιων διεργασιών. Βρίσκεται στον κόλπο του Αργοστολίου ο οποίος χωρίζει το κύριο νησί με τη χερσόνησο της Παλικής, και ο οποίος κατά τη διάρκεια του Ολοκαίνου (0,0117 εκατ. έτη-σήμερα) αποτελούσε μια κοιλάδα με μία αύλακα σχεδόν ΒΑ διεύθυνσης η οποία είχε διεύθυνση ροής κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του κόλπου. Η αύλακα αυτή αποτελούσε κύριο κλάδο λεκάνης αποστράγγισης η οποία ήταν ενεργή κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο μέχρι και το Κατ. Ολόκαινο. Ο υδροβιότοπος αποτελεί ένα ελώδες περιβάλλον (παράκτιο τέλμα) με μέγιστο υψόμετρο 2,8 μ πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, και γενικά με βάθος λίγων εκατοστών, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις το μέγιστο ύψος της στήλης του νερού μπορεί να φτάσει και στα 3μ. (Εικόνα 2).
Η ανάπτυξη παράκτιων αμμούχων φραγμών οριοθετεί τον υδροβιότοπο με τον Κόλπο του Αργοστολίου, ενώ στους αμμούχους αυτούς φραγμούς αναπτύσσονται ποσειδωνίες αλλά επίσης συγκεντρώνονται και πολλά πτηνά. Η επικοινωνία του έλους με τη θάλασσα γίνεται μέσα από έναν δίαυλο επικοινωνίας, όποιος με ανθρώπινη παρέμβαση-προστασία παραμένει ανοιχτός και εκφορτίζει τα νερά του έλους όταν αυτό πλημμυρίζει.
Μέσα στο έλος η λιθολογίες που αναγνωρίστηκαν ήταν μεταλπικοί σχηματισμοί του Τεταρτογενούς (2,58-0,005 εκατ. έτη) όπως αλλουβιακές προσχώσεις και πλευρικά κορήματα τα οποία αποτελούν λιθολογικούς σχηματισμούς ασύνδετους έως ελαφρά συνδεδεμένους, όπως άμμοι με χαλίκια και συσσωρεύσεις λατύπων και ογκόλιθων τα οποία προέρχονται από διάβρωση των γειτονικών πετρωμάτων. Συγκεκριμένα στην βόρεια και ανατολική περιοχή τους έλους αναπτύσσονται ασβεστόλιθοι του Αν. Κρητιδικού(100,5-66 εκατ. έτη) της Προ-Απούλιας ζώνης, ενώ στα βορειοδυτικά αναπτύσσονται ιζήματα του Πλειστόκαινου (2,58-0,0117 εκατ. έτη), κυρίως ψαμμίτες και κροκαλοπαγή (Εικόνα 3).
Η τροφοδοσία του υδροβιότοπου οφείλεται, κυρίως, σε πηγές που βρίσκονται στην περίμετρο του έλους και στην υπόγεια εισροή υδάτων, ενώ η εκροή οφείλεται στο φαινόμενο της βαρύτητας.
Βιοποικιλότητα
Χωρίς αμφιβολία, το Λιβάδι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υγρότοπους της Κεφαλονιάς. Χωρίς να έχουν γίνει ακόμα συστηματικές καταγραφές, έχουν παρατηρηθεί περισσότερα από 50 είδη πουλιών και ο πραγματικός αριθμός αναμένεται μεγαλύτερος. Αυτά περιλαμβάνουν τσικνιάδες (π.χ. Σταχτοτσικνιάς-Ardea cinerea), αρπακτικά πτηνά (π.χ.γερακίνα – Buteo buteo, μαυροπετρίτης - Falco eleonorae, Καλαμόκιρκος - Circus aeruginosus), πάπιες (π.χ. κιρκίρι – Anas crecca), καλαμοκανάδες (Himantopus himantopus), σκαλίδρες και τρύγγες (π.χ. νανοσκαλίδρα - Calidris minuta, πρασινοσκέλης-Tringa nebularia), πολλά στρουθιόμορφα (σουσουράδες-Motacilla sp., παπαδίτσες - Parus sp. κ.ά.), μελισσοφάγοι (Merops apiaster), τρυγόνια (Streptopelia turtur)κ.λπ. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν αρκετά σπάνια και απειλούμενα είδη για την Ελλάδα, τα οποία είτε έχουν επισκεφθεί τον υγρότοπο περιστασιακά είτε καταγράφονται πιο συχνά, όπως τα Κρισίμως Κινδυνεύοντα είδη βασιλαετός (Aquila heliaca), λιβαδόκιρκος (Circus pygagrus) και χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), τα Κινδυνεύοντα είδη πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea) και μουστακογλάρονο (Chlidonias hybrida) και τα Τρωτά σαρσέλα (Anas querquedula), αργυροτσικνιάς (Ardea alba) και κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides). H περιοχή είναι επίσης ιδιαιτέρως σημαντική και για την ερπετοπανίδα, καθώς υποστηρίζει τουλάχιστον 12 είδη, Μεταξύ αυτών η ποταμοχελώνα (Mauremys rivulata), η μεσογειακή χελώνα (Testudo hermanni), Τρωτό είδος για την Ελλάδα, η μωραϊτόσαυρα (Algyroides moreoticus) ενδημικό είδος της Πελοποννήσου και των Ιονίων Νήσων, η εντυπωσιακή σε μήκος τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), το πανέμορφο σπιτόφιδο (Zamenis situla) κ.ά.