Το σπήλαιο της Ζερβάτης γνωστό και ως «Γαλάζιο Σπήλαιο» είναι ένα εγκατακρημνισιγενές βάραθρο το οποίο εντοπίζεται στο νότιο τμήμα του οικισμού του Καραβόµυλου, σε υψόμετρο περίπου 15 μ και σε απόσταση σχεδόν 250 μ από τη θάλασσα. Αποτελεί τμήμα του ευρύτερου καρστικού δικτύου της περιοχής της Σάμης και εκτός από τη γεωλογική του αξία, το σπήλαιο παρουσιάζει ιδιαίτερο οικολογικό ενδιαφέρον, αφού οι λίμνες του σπηλαίου, φιλοξενούν σπάνια υδρόβια φυτά, ψάρια και χέλια.
Γεωποικιλότητα
Το σπήλαιο αναπτύσσεται σε μεσοπλακώδεις έως λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους του Κρητιδικού (Άλβιο-Κενομάνιο 113,0-100,5 εκατ. έτη) της Προ-Απούλιας ζώνης, με κύρια διεύθυνση ανάπτυξης ΒΔ-ΝΑ οι οποίοι καλύπτονται από αλλουβιακά κορήματα του Τεταρτογενούς (Εικόνα 1). Το συνολικό μήκος του σπηλαίου είναι 235 μ και το μέσο πλάτος του 30 μ. Η είσοδος του σπηλαίου, διαστάσεων 50x30m, έχει δημιουργηθεί από την κατακρήμνιση της οροφής της κλειστής αίθουσας που προϋπήρχε. Η οροφή και τα τοιχώματα του σπηλαίου χαρακτηρίζονται από την παρουσία πολλών σταλακτιτών. Εξαιτίας της κατακρήμνισης της οροφής, δημιουργήθηκε ένας κώνος κορημάτων (θολοσωρός), ύψους πάνω από 10m ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο του ανοικτού τμήματος του σπηλαίου και αποτελεί το υψηλότερο σημείο του.
Εκατέρωθεν του θολοσωρού (ΒΔ και ΝΑ) υπάρχουν δύο λίμνες µε υφάλμυρο νερό πάνω από τις οποίες διατηρείται η οροφή. Η νοτιοανατολική λίμνη (Εικόνα 2) έχει μέγιστο βάθος 4m ενώ η βορειοδυτική (Εικόνα 3) 5 μ. Το τμήμα αυτό του σπηλαίου το οποίο είναι και ορατό έχει μήκος 75m και η στάθμη του νερού των λιμνών βρίσκεται σε βάθος 16 μέτρα στο ίδιο περίπου επίπεδο με τη θάλασσα, ενώ στα τοιχώματα του σπηλαίου διακρίνεται το ίχνος της παλιάς στάθμης, η οποία ήταν ένα μέτρο ψηλότερη από τη σημερινή. Ύστερα από σπηλαιοκαταδυτικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι το σπήλαιο συνεχίζει υποβρύχια από τη πλευρά της βορειοδυτικής λίμνης και καταλήγει σε δεύτερη αίθουσα διαστάσεων 85Χ58m καλυμμένη με νερό, το ανώτερο τμήμα της οποίας βρίσκεται εκτεθειμένο εκτός του νερού. Στη βόρεια και νότια άκρη της δυτικής πλευράς της αίθουσας υπάρχουν δύο σιφόνια τα οποία καταλήγουν σε αδιάβατα στενώματα, που δείχνουν ξεκάθαρα ότι το σπήλαιο συνεχίζεται και συνδέεται με το καρστικό δίκτυο της περιοχής. Όπως συμβαίνει σε όλα τα σιφόνια της περιοχής, έτσι κι εδώ ο πυθμένας είναι σκεπασμένος με τουλάχιστον 10 εκ. λάσπη. Tο σπήλαιο συνεχίζει υποβρύχια και από την πλευρά της νοτιοανατολικής λίμνης, με ένα σιφόνι μήκους περίπου 50 μ.
Η υφαλμύρωση των υδάτων των λιμνών της Ζερβάτης οφείλεται στην υπόγεια επικοινωνία του βαράθρου, με τα σπήλαια Μελισσάνη και Αγγαλάκι, τα νερά των οποίων τελικά εκβάλλουν στις πηγές του Καραβόμυλου. Τα νερά των λιμνών της Ζερβάτης, έχουν περίπου την ίδια σύσταση με τα νερά στις πηγές του Καραβόμυλου και έχουν καλύτερη ποιότητα από αυτή των νερών του σπηλαίου της Μελισσάνης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην κίνηση των όμβριων υδάτων προς τον Καραβόμυλο με αποτέλεσμα την αραίωση των υδάτων των λιμνών.
Βιοποικιλότητα
Η βλάστηση γύρω από την είσοδο του λιμνοσπηλαίου περιλαμβάνει τυπικά δενδρώδη είδη της περιοχής, όπως συκιές (Ficus carica), χαρουπιές (Ceratonia siliqua), πουρνάρια (Quercus coccifera), σχίνους (Pistacia lentiscus) κ.ά. Οι σκιερές συνθήκες του λιμνοσπηλαίου ευνοούν την εμφάνιση στα κάθετα τοιχώματά του και στο δάπεδo αυτού ειδών, όπως η λυγαριά (Vitex agnus-castus), ο κισσός (Ηedera helix), η βατομουριά (Rubus discolor), η εφέδρα (Ephedra campylopoda), φτέρες, όπως η κόμη της Αφροδίτης (Adiantum capillus - veneris), καθώς και αρκετά ποώδη φυτά, όπως το κυκλάμινο (Cyclamen graecum). Η υδρόβια πανίδα του λιμνοσπηλαίου περιλαμβάνει πλατυέλμινθες, μικρά, υδρόβια σαλιγκάρια (π.χ. Theodoxus fluviatilis - Οικ. Neritidae), μικρά καρκινοειδή (Κλαδοκεραιωτά), καθώς και ισόποδα, όλα εκ των οποίων χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Στα νερά του σπηλαίου παρατηρούνται επίσης χέλια (Anguilla anguilla - Κρισίμως Κινδυνεύον είδος, σύμφωνα με την IUCN) και κέφαλοι (Mugil cephalus). Από ερπετά έχει καταγραφεί η σαύρα Algyroides nigropunctatus, ικανός αναρριχητής, ενώ μετά το σούρουπο δραστηριοποιούνται μυωξοί (Glis glis), δενδρόβια τρωκτικά. Τέλος, από τα πιο ενδιαφέροντα πουλιά που έχουν καταγραφεί είναι τα νυκτόβια αρπακτικά γκιώνης (Otus scops) και Τυτώ (Tyto alba).